- σκόλυμος
- σκόλυμοςgolden thistlemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκόλυμος — ο, ΝΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων αγκαθωτών ποωδών φυτών τής οικογένειας σύνθετα, γνωστών σήμερα με τις κοινές ονομασίες σκολιάντρι, σκόλιαντρος, σκολύμπρι, σκόλυμπρος, ασπράγκαθα κ.ά., τα οποία… … Dictionary of Greek
σκολύμους — σκόλυμος golden thistle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόλυμοι — σκόλυμος golden thistle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SCOLYMUS — Graece Σκόλυμος, male cum cinara seu carduo nonnullis confunditur, cinara enim seu cactus aut earduus Graeciae ignotus prorsus. At Scolymum in cibis Oriens et tota Graecia receperat. Plin. l. 22. c. 22. Scolymum quoque in cibis recepit Oriens et… … Hofmann J. Lexicon universale
σκολυμώδης — ῶδες, Α [σκόλυμος] όμοιος με το φυτό σκόλυμος («σκολυμῶδες φύλλον», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
σκόλυμον — τὸ, Α ο σκόλυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σκόλυμος* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
σκόλυμπρος — ο, και σκολύμπρι, το, Ν το φυτό σκόλυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκόλυμος* «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek
escolimoso — ► adjetivo Que es propenso a interpretar como ofensivo lo que otro hace o dice. SINÓNIMO susceptible * * * escolimoso, a (del lat. «scolўmus», del gr. «skólymos») adj. *Descontentadizo o *susceptible. * * * escolimoso, sa. (Del lat. scoly̆mus, y… … Enciclopedia Universal
ασπράγκαθο — το και ασπραγκαθιά, η ονομασία πολλών φυτών με αγκάθια (κίρσιον το αστερωτόν, γαλακτίτης ο τριχωτός, κενταύριον, σκόλυμος κ.λπ.) … Dictionary of Greek
πυράκανθα — η, ΝΜΑ Ο πυράκανθος αρχ. 1. το φυτό οξυάκανθα 2. το φυτό σκόλυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄκανθα. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pyracantha] … Dictionary of Greek